πολυδάκτυλος

πολυδάκτυλος
-η, -ο / πολυδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν
1. αυτός που έχει πολλά δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από πολυδακτυλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δάκτυλος (πρβλ. μακρο-δάκτυλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυδακτύλοις — πολυδάκτυλος manytoed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδακτύλους — πολυδάκτυλος manytoed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδακτύλων — πολυδάκτυλος manytoed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδάκτυλα — πολυδάκτυλος manytoed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”