- πολυδάκτυλος
- -η, -ο / πολυδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν1. αυτός που έχει πολλά δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», Αριστοτ.)νεοελλ.(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από πολυδακτυλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δάκτυλος (πρβλ. μακρο-δάκτυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.